- ἐλαφίων
- ἐλάφιονneut gen plἐλάφιοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐλαφίων — Ἐλάφιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αλαφοκυνηγάρης — και λαφοκυνηγάρης, ο κυνηγός ελαφιών και γενικά αγριμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγάρης] … Dictionary of Greek
ελαφηβολιών — Ο ένατος μήνας του αρχαίου αττικού ημερολογίου, μεταξύ Μαρτίου Απριλίου. Ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των ελαφιών που θυσίαζαν την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τη θεά Άρτεμη. * * * ἐλαφηβολιών, ο (Α) ο ένατος μήνας τού αττικού έτους κατά… … Dictionary of Greek
ελαφηβόλος — ἐλαφηβόλος και ἐλαφαβόλος, ον (Α) κυνηγός ελαφιών (συνήθως επίθετο τής Αρτέμιδος) … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πουντού — (pudu). Γένος μυρηκαστικών της Αμερικής από την υποοικογένεια των ελαφίνων της οικογένειας των ελαφιδών. Ανήκουν στην ομάδα των ελαφίνων της Νότιας Αμερικής και είναι πολύ μικρά ελάφια, ύψους μέχρι 30 εκ., με βαθυκόκκινο ή καφετί τρίχωμα. Έχουν… … Dictionary of Greek
υδροπότης — (hydropotes). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των Ελαφιδών. Ανήκει στην ομάδα των ελαφινών της Ασίας και είναι το μόνο που δεν έχει κέρατα (ούτε και το αρσενικό). Περιλαμβάνει ένα μόνον είδος, τον υ. τον άοπλο,… … Dictionary of Greek
Αντικόστι — (Anticosti). Νησί (7,9 τ. χλμ., 264 κάτ. το 1996) του Καναδά, στον κόλπο Σεν Λόρενς της επαρχίας Κεμπέκ, απέναντι από τις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. Ανακαλύφθηκε το 1534 από τον Γάλλο εξερευνητή και θαλασσοπόρο Ι. Καρκέ, που του έδωσε την… … Dictionary of Greek
αντιλοκάπρα — (antilocapra). Γένος αρτιοδακτύλων θηλαστικών της οικογένειας των αντιλοκαπριδών. Το μόνο είδος της οικογένειας που έχει επιζήσει είναι η α. η αμερικανική,που βρίσκεται αποκλειστικά στα λιβάδια και τις ερήμους της Βόρειας Αμερικής, όπου έχει… … Dictionary of Greek